ἐξειλήσῃς

ἐξειλήσῃς
ἐξείλλω
disentangle
aor subj act 2nd sg
ἐξειλέω
slip out
aor subj act 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • εξειλώ — ἐξειλῶ, έω (AM) [ειλώ] 1. ανοίγω («ἕκαστον γοῡν [τῶν βιβλίων] ἤν ἐξειλήσῃς, δρᾱμα οὐ μικρὸν εὑρήσεις», Λουκιαν.) 2. μέσ. ἐξειλοῡμαι ξεφεύγω («τὸ ψυχάριον ἀπὸ τοῡ σώματος ἐξειλεῑται», Μάρκ. Αυρήλ.) 3. απομακρύνομαι, ξεκόβω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”